Ο Χαράλαμπος Πεττεμερίδης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Καννάβια της επαρχίας Λευκωσίας στις 21 Ιανουαρίου 1934. Ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας με οκτώ παιδιά. Οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Ανδριανή Πεττεμερίδη και τα αδέρφια του Μιχάλης, Νίκος, Αλέξανδρος, Ερμιόνη, Ελένη, Μαρία και Μερόπη. Όταν έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος ήταν νυμφευμένος με την Ελένη Στυλιανού Πεττεμερίδη. Από μικρός ρίχθηκε στη βιοπάλη. Εργάστηκε στα μεταλλεία Αμιάντου αλλά και σαν παντοπώλης στον Αμίαντο και τραπεζοκόμος στην Κερύνεια.
Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ με το ξεκίνημα του Αγώνα, ενώ βρισκόταν στην Κερύνεια, όπου εργαζόταν το 1955 αφού η ψυχή του πλημμύριζε από αγάπη για την Ελλάδα και την Ελευθερία. Συνέχισε τη δράση του στην περιοχή Πιτσιλιάς Σπηλιών-Αμιάντου. Η δράση του συνεχίστηκε με στενή συνεργασία με τους αντάρτες της περιοχής, τους οποίους φιλοξενούσε και στο σπίτι του, όπου κατασκεύασε κρησφύγετο. Εκεί φιλοξένησε και τον ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, όταν το Δεκέμβριο του 1955 είχε δώσει τη φοβερή μάχη των Σπηλιών. Στη μάχη εκείνη ο Αυξεντίου βοήθησε τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ Διγενή να διαφύγει από τον αγγλικό κλοιό.
Ο Πεττεμερίδης υπήρξε σύνδεσμος και τροφοδότης των ανταρτικών ομάδων που δρούσαν στην περιοχή του χωριού του. Η δράση του προδόθηκε τον Ιούνιο του 1958 και κρατήθηκε για τριάντα πέντε μέρες στα ανακριτήρια των Πλατρών. Για τριάντα πέντε μέρες ανακρινόταν και παρά τα βασανιστήρια δεν έβγαλε λέξη. Όταν τον άφησαν ελεύθερο συνέχισε τη δράση του. Δεν άργησαν όμως οι Άγγλοι να μάθουν και πάλι γι' αυτόν και να τον αναζητήσουν. Τώρα όμως ο "Ξέρξης" της ΕΟΚΑ (αυτό ήταν το ψευδώνυμό του) δεν έμεινε στο χωριό του. Ανέβηκε στα βουνά αντάρτης και ενώθηκε με τις άλλες ομάδες. Κατασκεύασε κρησφύγετο στο βουνό απέναντι από το χωριό του, με καταζητούμενο συναγωνιστή του, στο οποίο έμεναν και άλλοι αντάρτες.
Στις 6 Οκτωβρίου 1958 πήρε εντολή και έστησε ενέδρα εναντίον των Άγγλων με τους αντάρτες της ομάδας τους στην τοποθεσία Μούττη του Σαράντι, μεταξύ των χωριών Σπήλια και Λαγουδερά νοτιοδυτικά των Κανναβιών. Οι αντάρτες ήταν τέσσερις και διέθεταν μια νάρκη, ένα όλμο, ένα πιστόλι, ένα όπλο μπρεν, ένα αυτόματο όπλο Μ3 και χειροβομβίδες. Τοποθέτησαν στο δρόμο τη νάρκη, την οποία είχαν συνδέσει με τον όλμο που στερέωσαν σε δένδρο, ώστε με την έκρηξη της νάρκης να κτυπηθεί το αυτοκίνητο των Άγγλων ενώ με την έκρηξη του όλμου να ακινητοποιηθούν όσα αυτοκίνητα θα το ακολουθούσαν. Κατά την επίθεσή τους κτυπήθηκαν δυο αυτοκίνητα στρατιωτικά γεμάτα Εγγλέζους, τα οποία πλησίασαν τον τόπο της ενέδρας με σβησμένα τα φώτα. Στην υποχώρηση ο Χαράλαμπος Πεττεμερίδης κτυπήθηκε θανάσιμα, ενώ διασταύρωνε το δρόμο, από στρατιώτες τρίτου αυτοκινήτου, που πλησίαζε και αυτό με σβησμένα τα φώτα.
Το σώμα του ήρωα βρέθηκε την επόμενη μέρα όταν οι Άγγλοι εξέταζαν το χώρο της ενέδρας. Τάφηκε με τιμές στο χωριό του, όπου εκεί βρίσκεται σήμερα ο ανδριάντας του, δίπλα στον ανδριάντα του Ανδρέα Πατσαλίδη. Στην κηδεία του η σύζυγός του τραγούδησε αυτοσχέδιους στίχους της, υμνώντας το λεβέντη σύζυγό της, προτού λιποθυμήσει στα χέρια του πατέρα της. Αργότερα συνέχισε την προσφορά της στον αγώνα μέχρι τέλους.
|